ὑφάδιον

ὑφάδιον
ὑφάδιον, τό, Dim. of ὑφή,
A gloss on κρόκος and κρόκη, Sch. rec. A.Th.858, Sch.E.Hec.468.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὑφάδιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υφάδι — το / ὑφάδιον, ΝΜΑ, και φάδι ΝΜ το σύνολο νημάτων ενός υφάσματος που είναι κάθετα προς την ούγια του και προς τα νήματα τού στημονιού, αλλ. κρόκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφη + υποκορ. κατάλ. άδιον (πρβλ. κοπ άδι[ον]). Ο τ. φάδι, με σίγηση τού αρκτικού… …   Dictionary of Greek

  • φαδάζω — Α (κατά τον Ησύχ.) «γνάμπτω». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί, κατά την επικρατέστερη άποψη, μετονοματικό παρ. τού τ. φάδι* (< ὑφάδιον) και επομένως ορθότερη θα πρέπει να θεωρηθεί η γρφ. φαδιάζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”